καταμιτ(τ)ώνω

καταμιτ(τ)ώνω
καταμιτ(τ)ώνω και καταμητώνω (Μ)
1. (για κάτι που μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο
2. μέσ. καταμιττώνομαι
(για άσωτο) βάζω ενέχυρο τα ρούχα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μιτώνω «ξεγελώ» (< μίτος «κουβάρι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”